Το παραμύθι του Βουλευτικού: Ένας φόνος, ένας εμφύλιος πόλεμος και μια καταδίκη αναζητούν αφηγητή

Του Τόλη Κοϊνη

Μια φορά κι έναν καιρό στο Ναύπλιο ζούσανε κυρίως Οθωμανοί, Τούρκοι – Τουρκαλβανοί και λίγοι Εβραίοι… Μόνο 24 Ελληνικές οικογένειες επιτρεπόταν να μένουν μέσα στην πόλη κι εκείνες κάνανε παρακατιανές δουλειές (ψαράδες, χαμάληδες κλπ.). 
Υπήρχαν και ελάχιστοι Ευρωπαίοι, κυρίως Ιταλοί (Τους Γάλλους τους είχαν κυνηγήσει από δω, όταν αποβιβάστηκε ο Ναπολέοντας στην Αίγυπτο).

Μιλάμε για το σωτήριο έτος 1800. Τόσο παλιά. Οι Οθωμανικές οικογένειες ήταν πλούσιες. Είχαν όλη την Αργολική πεδιάδα και όχι μόνο, τσιφλίκια. Μέσα στο Ναύπλιο (Αναμπολού για τους Τούρκους, Ανάπλι για τους Έλληνες, Νάπολι ντι Ρομάνια για τους Ιταλούς) έκτιζαν πάνω στις γερές βάσεις των παλιών βενετσιάνικων σπιτιών ψηλά σαράγια τα στήριζαν με σεχνάζια και οι τοίχοι τους ήταν ελαφριοί από μπαγλαντί.

Φημισμένος για τον πλούτο του ήταν και ο Αγά Πασάς. Το σεράΪ του το είχε σηκώσει πάνω στο παλιό σπίτι του Βενετσάνου διοικητή. Το μπαλκόνι του είχε θέα μέχρι πέρα για πέρα τη θάλασσα, το Άργος, και τα βουνά της Αρκαδίας. Η οικογένειά του είχε λάβει πολλά αξιώματα κατά καιρούς μέχρι και Πασάς του Μοριά είχε γίνει ένας ξάδερφός του. Δεν του έλειπε τίποτε.

Το σκηνικό αλλάζει περίεργα. Ένα πλοίο με Αυστριακή σημαία φτάνει στο λιμάνι του Αναπλιού και αράζει στον γιαλό… Μικρές ξύλινες προκυμαίες μπηγμένες με πασάλους στη λάσπη βοηθούσαν στην φορτοεκφόρτωση των καραβιών. Δυο νεαροί Βενετσάνοι κατέβηκαν από το πλοίο. Έδειξαν μια συστατική επιστολή προς τον πρόξενο της Αυστρίας και της Ολλανδίας στο Ναύπλιο. Τους οδήγησαν στο σπίτι του. Αυτός είχε έναν Έλληνα γραμματικό τον Στρατή Ρούπα. Οι νεαροί τους έδειξαν ένα τοπογραφικό σκαρίφημα… Θησαυρός!!! Ποιος τον είχε κρύψει; Ο παππούς τους τελευταίος Προβλεπτής (Πρεβεδούρος) της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου στο Ναύπλιο, το 1715. Λίγο προτού μπουν οι Οθωμανοί στην πόλη, έκρυψε το δημόσιο Ταμείο και όλη την προσωπική του περιουσία.
 
Ο Ρούπας εντόπισε το μέρος από το διάγραμμα… «Είναι κάτω από το σαράι του Αγά Πασά». Πήγανε. Ο Ρούπας θα έκανε τον διερμηνέα. Ο Πασάς τους δέχτηκε. Συζήτησαν. Τρομοκρατήθηκε καθώς έμαθε πως στην Βενετία δεν υπάρχουν πια αριστοκράτες. Τους κατάργησαν οι Γάλλοι… έκαψαν το Λίμπρο Ντ Όρο στη μέση στην πλατεία… τώρα όλοι θα είναι ίσοι… Κούνησε το κεφάλι του, για τη συμφορά που τους βρήκε, ο Πασάς, και συμφώνησε στη μοιρασιά του θησαυρού.

Πραγματικά έτσι έγινε… Πήγαν, έσκαψαν, κρυφά από τον Μουχαβούζη για να μην δώσουν και σε αυτόν μερίδιο. Ο Αγά Πασάς θαμπώθηκε από τα χρυσάφια που βρήκαν. Δεν θέλησε καμιά μοιρασιά. Σκότωσε τους νεαρούς και τα πήρε όλα δικά του.

Όμως, οι αρχαίες Ερινύες ξύπνησαν μέσα στα όνειρα του Αγά Πασά και τον βασάνιζαν… μέχρι που έφτασε στην πόλη μας ένας σοφός δερβίσης. Είχε γίνει χατζής, γύριζε από την Μέκκα. Ο Πασάς εξομολογήθηκε το έγκλημά του και τις τύψεις που τον βασάνιζαν. Για να εξιλεωθεί έπρεπε να κτίσει ένα μεγάλο Τζάμι.

Κάλεσε μαστόρους ειδικούς στα χτισίματα με πέτρα. Το συνάφι τους έμενε σε ένα χωριό στα βουνά κι ερχόντουσαν κάτω στον κάμπο μόνο για δουλειές. Για να βρουν έτοιμες πέτρες και να μην αργήσουν, πήγανε σε μια παλιά εκκλησία στο Μοναστήρι του Καρακαλά, την γκρέμισαν προσεκτικά και μετέφεραν τις σωστά λαξευμένες πέτρες μέσα στο Ανάπλι. Άρχισαν την δουλειά. Ο Αγά Πασάς έβγαινε στο μπαλκόνι του και καμάρωνε το έργο. Το μπαλκόνι στηριζόταν σε ξύλινα φουρούσια πάνω στον τοίχο από μπαγλαντί. Η υγρασία τα είχε σαπίσει τα ξύλα. Το μπαλκόνι κατέρρευσε και ο Αγά Πασάς σκοτώθηκε… Η χήρα του ολοκλήρωσε το έργο.

Έτσι σε κεντρικό σημείο του Αναπλιού έγινε το ωραιότερο Οθωμανικό κτίριο, ένα τζαμί. Δεν το χάρηκαν και πολύ. Λίγο μετά την αποπεράτωση ξέσπασε η Επανάσταση των Ελλήνων. 20 μήνες πολιορκία από στεριά κι από θάλασσα. Πλήρης αποκλεισμός. Στο τέλος η πείνα σάρωσε τις αντιστάσεις των Οθωμανών. Μόλις καταλήφθηκε το Παλαμήδι, συμφώνησαν να παραδοθούν και να φύγουν μόνο με τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. 13 Δεκέμβρη του 1822 εγκατέλειψαν και οι τελευταίοι την πόλη .

Οι Έλληνες τα τζαμιά που ήταν προηγούμενα εκκλησίες τα ξανακάναν εκκλησίες. Τα δυο τζαμιά που τα είχαν εξ αρχής κτίσει οι Τούρκοι τα κράτησαν για δημόσιες υπηρεσίες. Οι Έλληνες δεν έκαναν μόνον πόλεμο με τους Οθωμανούς, παράλληλα είχαν και δικούς τους σκληρούς εμφύλιους πολέμους. Όταν κατάφερε να βγει νικητής σε έναν από τους εμφύλιους η πλευρά των Αγγλόφιλων και των Γαλλόφιλων αποφάσισαν την εγκατάσταση των διοικητικών υπηρεσιών στη πόλη μας.
 
Στέγασαν το Εκτελεστικό (=την Κυβέρνηση) στο σαράι του Αγά Πασά και το Βουλευτικό (=βουλή) στο τζαμί του. Ανέθεσαν σε έναν επιφανή αρχιτέκτονα (οχυρωματικής αρχιτεκτονικής) τον Βαλιάνο να κάνει τις μετατροπές που έπρεπε στο τζαμί και άρχισε να συνεδριάζει το Βουλευτικό.

Όταν τέλειωνε ο ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων, μετά από λίγο άρχιζε άλλος. Το 1826 ενώ η ελεύθερη Ελληνική επικράτεια είχε περιοριστεί στην Αργολιδοκορινθία, στο Ναύπλιο ξέσπασε ένας νέος εμφύλιος. Η φρουρά του Παλαμηδιού από Ρουμελιώτες υπό τον Θοδωρή Γρίβα δεν αναγνώριζε την φρουρά του Ναυπλίου με Σουλιώτες υπό τον Νάσο Φωτομάρα, αλλά ούτε και την Κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη. Στην αρχή ζητούσαν μισθούς. Κατέβαιναν από το Παλαμήδι έκαναν ληστείες και απαγωγές για λύτρα. Μετά άρχισαν να κανονιοβολούν την πόλη. Η Κυβέρνηση κατέφυγε στο Μπούρτζι. Μια μπόμπα από το Παλαμήδι χτύπησε το Βουλευτικό, τρύπησε τον τρούλο, και σκότωσε έναν βουλευτή. Από τότε σταμάτησε το κτίριο αυτό να χρησιμοποιείται σα Βουλευτικό. Έκαναν κάποια χρόνια να επιδιορθώσουν την στέγη.
 
Όταν πια το κτίριο ήταν έτοιμο, στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις μας είχαν στείλει βασιλιά, ένα πριγκιπόπουλο από την Βαυαρία. Τον συνόδευαν τρεις Αντιβασιλείς. Γερμανοί κι αυτοί. Πιο δραστήριος μεταξύ τους ήταν ο καθηγητής Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ. Είχε αναλάβει την εποπτεία της Παιδείας και της Δικαιοσύνης. Στη χώρα του ήταν εκπρόσωπος της πιο σκληρής φιλομοναρχικής μερίδας, στην Ελλάδα προσπάθησε να θεμελιώσει την απόλυτη Μοναρχία του νέου Βασιλιά.
Ο Μάουρερ διόρισε υπουργό Δικαιοσύνης έναν Γερμανοσπουδαγμένο Φαναριώτη τον Κωνσταντίνο Σχινά. Κράτησαν το κτίριο του Βουλευτικού για ανώτατο Δικαστήριο. Είχαν νομοθετήσει ώστε οι δίκες που θα γίνονταν εδώ, θα ήταν χωρίς δικαίωμα έφεσης. Άμεσα εκτελεστές.
 
Ο Μάουρερ θεωρούσε τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης ως εν δυνάμει εχθρούς του θρόνου. Άρχισε τις συλλήψεις. Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου και τον ανιψιό του στρατηγό Δημήτριο Πλαπούτα. Θεωρούνταν Ρωσόφιλοι, άρα επικίνδυνοι για τη νέα εξουσία. Τους κατηγόρησαν ότι είχαν υπογράψει ένα υπόμνημα στον Τσάρο της Ρωσίας και στους άλλους βασιλιάδες με το οποίο ζητούσαν να διωχθεί η Αντιβασιλεία. Τέτοιο υπόμνημα δεν βρέθηκε ποτέ. Συμπλήρωσαν το κατηγορητήριο και με άλλα: Ενίσχυαν τη ληστεία, συνωμοτούσαν κατά της πατρίδας και καλούσαν σε εξέγερση. Η δίκη έγινε στο Βουλευτικό. Πρόεδρος του δικαστηρίου ο πιο ορκισμένος εχθρός του Κολοκοτρώνη, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης.
 
Στη διάρκεια της δίκης τον Μάιο του 1834 δεν αποδείχθηκε καμιά από τις κατηγορίες. Ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να υπογράψει θανατική καταδίκη. Τον ακολούθησε μόνο ένας από τους πέντε δικαστές, ο Γεώργιος Τερτσέτης. Οι άλλοι τρεις ψήφισαν θάνατο δι' αποκεφαλισμού.
 
Ο Πολυζωίδης αρνήθηκε να ανέβει στο βήμα και να απαγγείλει την απόφαση. Τότε καταφθάνει ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο Σχινάς, με μια ομάδα ένοπλων χωροφυλάκων. Δεν πείθει τον Πολυζωίδη. Αναλαμβάνουν οι χωροφύλακες. Σηκωτό τον ανεβάζουν στην έδρα και με τις ξιφολόγχες να τον σημαδεύουν υπαγορεύουν την απόφαση…Ευτυχώς, την άλλη ημέρα έκαναν παρέμβαση οι Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και δόθηκε χάρη στον Κολοκοτρώνη και στον Πλαπούτα.

Ήταν το τελευταίο μεγάλο ιστορικό γεγονός που έγινε στο Βουλευτικό. Μετά για πολλά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ο χώρος για φυλακές… μέχρι περίπου το 1902. Τότε εμφανίσθηκε ένας πλούσιος Ναυπλιώτης, δικηγόρος στην Αίγυπτο, που χάρισε στο Ελληνικό Δημόσιο μια μεγάλη συλλογή από αρχαιότητες, Γλυμενόπουλος το όνομά του (υπάρχει και προάστειο της Αλεξάνδρειας με την ίδια επωνυμία). Ο τότε Βουλευτής και ιστορικός της Ναυπλίας Μ.Λαμπρινίδης φρόντισε να δοθεί το Βουλευτικό για Μουσείο για να φιλοξενηθεί η συλλογή Γλυμενόπουλου και όχι μόνο.

Δεν έμεινε για πολύ καιρό Μουσείο… προτιμήθηκε το διπλανό κτίριο του παλιού Βανετσάνικου Ναυαρχείου (αποθήκη του στόλου). Για λίγο στην Κατοχή ξαναέγινε κρατητήριο.

Μετά τον πόλεμο φιλοξένησε το Ωδείο και τα υπόσκαφα είχαν παραχωρηθεί για να μένουν φτωχές οικογένειες …. μέχρι την αναπαλαίωσή του το 1992 … από τότε έχει γίνει χώρος που φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις… Ναι, μεν έρχονται Πρόεδροι Δημοκρατίας, Πρωθυπουργοί κλπ. αλλά πια δεν γράφουν ιστορία.

ΥΓ Η φωτο από τη δεκαετία του 1910 (έχει φύγει ο Στρατός από το Μουσείο, αλλά δεν έχουν πάρει τα κανόνια και το ηρώο από την πλατεία) από τη συλλογή της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη