Το Χριστουγεννιάτικο Δώρο...


Ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο άρθρο από την Γεωργία Σ. Τζαμαλούκα*
 

«Κάθε χρόνο, λίγες μέρες πριν τα γενέθλιά μου, που πέφτουν μέσα Δεκεμβρίου, αισθάνομαι μια ψυχολογική κατάπτωση.   Μιά μελαγχολική διάθεση είναι η μόνιμη συνοδεία μου καθημερινά. Λες και κάθε χρόνο πριν τα γενέθλιά μου, συνδυασμένα με το ανάλογο Christmas blues, πεθαίνω σιγά – σιγά, για να αναστηθώ μόλις αυτά περάσουν.

Έτσι και τότε, περίμενα υπομονετικά να περάσουν οι μέρες ώστε να αρχίσει να αλλάζει η διάθεσή μου. Ένοιωθα τόσο μόνος, τόσο αδικημένος απ’ τη ζωή, τόσο πεσμένος ψυχολογικά. Δεν άντεχα άλλο!

Αλλά δεν ήταν μόνο η προγενέθλια διάθεση. Εκείνον τον Δεκέμβρη μού έκλεισε η Εφορία την βιοτεχνία που είχα όπου έφτιαχνα καλαμάκια από πλαστικό, γιατί λέει η επιχείρηση ήταν αντι – οικολογική και άφηνε αποτύπωμα στη φύση και στις πλαζ.  

Τότε βρήκε την ευκαιρία να με παρατήσει και η Βαλεντίνα με την οποία είμασταν μαζί επτά χρόνια, εμείς που δεν είχαμε ανταλλάξει κακή λέξη ανάμεσά μας, που νόμιζα ότι θα ζούσαμε μαζί πολλά χρόνια ακόμη και γιατί όχι, όλη μας τη ζωή. Και αυτή να με αφήσει μ’ αυτόν τον σκληρό τρόπο! Με ένα γράμμα! Και τί γράμμα! Να μου ζητάει ένα  όχι ευκαταφρόνητο ποσό κάποιων χιλιάδων ευρώ, για αυτά τα επτά χρόνια κατά τα οποία μου πρόσφερε τις «υπηρεσίες της», και τί υπηρεσίες δηλαδή, μεταξύ των άλλων, μαγειρέματα, πλυσίματα, σιδερώματα, κλπ και να της το καταθέσω  μάλιστα στον λογαριασμό της στο εξωτερικό, στη χώρα καταγωγής της! Να με πετάει έτσι απ’ τη ζωή της σαν την τρίχα απ’ το προζύμι!

Τότε ζούσα σ’ ένα ισόγειο σπίτι στην Γλυφάδα με έναν ωραίο κήπο μπροστά του! Ευτυχώς είχα τα σκυλιά μου και όπως πάντα μού άρεσαν οι μεγάλες ράτσες, τα δύο Cane Corso μου δεν άφηναν κανέναν να με πλησιάσει. Τα είχα εκπαιδεύσει όμως και συνεννοούμασταν άψογα. Δεν ήταν απειλητικά, αλλά και μόνο που βλέπεις ένα Cane Corso, πόσο μάλλον δύο, όσο να ναι ... δεν ξέρεις ποτέ τί θα σου βγεί!

Άρχιζε η εβδομάδα τών  Χριστουγέννων και είπα να πλύνω την μηχανή μου, λασπωμένη και αφρόντιστη από τότε που έφυγε η Βαλεντίνα.

Πάντα μού άρεσε να βλέπω το νερό να κυλάει ή και να βρίσκομαι κοντά σε νερό. Το νερό, όταν πότιζα και κατάβρεχα την αυλή είχε επάνω μου μιά χαλαρωτική και ευεργετική επίδραση.

Άρχισα να σαπουνίζω τη μηχανή μου, μια κούκλα HONDA 750cc, μοντέλο του 2010 και τα σκυλιά είχαν ξαπλώσει και με παρακολουθούσαν βαριεστημένα.

Τί ταξίδια είχαμε κάνει με την Βαλεντίνα μ’ αυτή τη μηχανή! Σκέτος διαλογισμός! Σκέτη προσευχή! Αυτή η ελευθερία να κινείσαι μέσα στον αέρα, στον χώρο και τον χρόνο, τόσο που λες και ήσουν ακίνητος και μεταφερόσουν με μαγικό τρόπο απ’ το σημείο Α στο σημείο Β. Και μόλις έφτανες στον προορισμό σου, το μυαλό σου είχε καθαρίσει και φρεσκαριστεί και νέες ιδέες και λύσεις σού έρχονταν αυτομάτως για ό,τι σε απασχολεί, ακριβώς όπως έρχονται μετά από βαθειά χαλάρωση!

Έπιασα ένα μεγάλο σφουγγάρι, το βύθισα στον κουβά με το σαπουνόνερο και άρχισα να σαπουνίζω τη μηχανή. Εκεί που σαπούνιζα, ξαφνικά, τσούπ!, μια γάτα που την είχα δει και άλλοτε στην γειτονιά, θα ήταν 2 – 3 χρονών, ήρθε και τρύπωσε κάτω απ’ την σαπουνισμένη μηχανή. Τα σκυλιά μου άρχισαν να γαυγίζουν και να κινούνται απειλητικά προς τα εμένα για να τσεκάρουν την παρείσακτη.

Με ένα νεύμα μου και μία λέξη μου τα καθησύχασα και γύρισαν πίσω στη θέση τους συνεχίζοντας εν τούτοις να κοιτάζουν τη γάτα με περιέργεια.

Συνεχίζω να σαπουνίζω τη μηχανή χωρίς να διώξω τη γάτα, ωστόσο σκέφτηκα: θα φύγει! Θα δεις τί θα της κάνω! Και ανοίγω το πιστόλι του λάστιχου με το νερό για να την διώξω.

Η γάτα ακίνητη!

Δυνάμωσα το νερό για να ξεβγάλω την μηχανή και για να απελπίσω και να «αποτελειώσω» τη γάτα, ώστε να φύγει. Η γάτα γέμισε σαπουνόνερα. Το νερό έπεφτε αλύπητα επάνω της. Χωρίς υπερβολή, είχε γίνει «σούπα» από τις σαπουνάδες που έπεφταν απ’ το σαπούνισμα και το ξέβγαλμα τής μηχανής.

Δεν ήξερα πόση ώρα έριχνα το νερό επάνω της. Αυτή ... εκεί!

Τα σκυλιά πιά να γαυγίζουν τρελλά από τη θέση τους και η  γάτα, εκεί, κάτω απ’ τη μηχανή.

Μα οι γάτες, ήξερα ότι αντιπαθούν το νερό! Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα.

Τέλος πάντων, τέλειωσα το πλύσιμο της μηχανής και άρχισα το σκούπισμα.

Η γάτα από κάτω της, έσταζε απ’ την κορυφή ως τα νύχια.

Ήταν μια κανελιά κεραμμιδόγατα  με δύο άσπρα στίγματα στην πλάτη της που δεν της είχα δώσει ποτέ σημασία, θάρρος ή και τροφή.

Όταν σταμάτησε το νερό να πέφτει, έκανα νόημα στα σκυλιά μου να πάνε μέσα στο σπίτι και αυτά με υπάκουσαν και μπήκαν μέσα, αλλά γύρισαν όλο περιέργεια να δουν τί γινόταν με εμένα και τη γάτα.

Η γάτα τελικά σηκώθηκε και αυτή, και στάζοντας άρχισε να περπατάει νωχελικά, με το ύφος των γατιών που βολτάρουν χαλαρά σε ένα οικείο περιβάλλον, και μπήκε στο σπίτι από πίσω μου, με τα σκυλιά να είναι αποσβωλωμένα δεξιά και αριστερά της πόρτας, σαν δύο μπάτλερ που υποδέχονταν την «πριγκήπισσα».

Και η γάτα έμεινε!

Είχε κερδίσει επάξια τη θέση της στο σπίτι και στην καρδιά μου.

Ο Αττίλας και ο Μπρούτο, οι σκύλαροι αυτοί, από εκείνη την ημέρα την συνόδευαν σαν σωματοφύλακές της.

Αυτό το θεϊκό πλάσμα όπως ήλθε και φώλιασε στη καρδιά μου και στο σπίτι μου, μετά από πέντε χρόνια, έφυγε απ’ τη ζωή μου, έτσι ξαφνικά, όπως είχε έλθει. Απλά εξαφανίστηκε! Δεν την ξαναείδα.

Κλάμμα, απογοήτευση, να την ψάχνω παντού. Η Μπουμπού μου, μού άνοιξε την καρδιά σαν τριαντάφυλλο.

Όταν ήμουν στα πρόθυρα της τρέλλας ή της αυτοκτονίας, υπήρχε μια γάτα γιά μένα, μια θηλυκή ενέργεια γιατί εκείνη την χρονική περίοδο που εμφανίστηκε στη ζωή μου μού γυρόφερνε πολύ στο μυαλό ... ο Θάνατος.

Δεν είχαν όμως χαθεί όλα. Υπάρχουν τα σοφά ζώα για να βοηθούν εμάς τους αεί μεμψίμοιρους ανθρώπους που νομίζουμε ότι μας αδικεί η ζωή.

Το τέλειο αυτό πλάσμα μού είχε προσφέρει τον εαυτό του από αγάπη, και ήταν το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο που είχα πάρει!»


* Η Γεωργία Σ. Τζαμαλούκα, είναι Ναυπλιώτισσα συγγραφέας και κοινωνική ψυχολόγος.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη