Φωτογραφία | Περιοδικό Μελίτροπον |
*Άρθρο της Κατερίνας Γραμματικού στο περιοδικό
«Μελίτροπον», τον Γενάρη του 2024
Κάθε αποτυπωμένη σκέψη είναι ένα δοχείο μελάνης που αδειάζει; Αν παραμέναμε αντιγραφείς, όπως οι ήρωες στα μοναστήρια του Μεσαίωνα στο «Όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, δεν θα κερδίζαμε ικανοποίηση και χωρίς την επινόηση, δεδομένου ότι η κατάκτηση της γνώσης και αυτογνωσίας φαντάζει ως ο προσωπικός αγώνας κάθε συγγραφέα-εκφραστή-δημιουργού.
Με
το να γράψεις, δεν είναι σαν να σκοτώνεις τη φλογερή σου διάθεση για δημιουργία
και έκφραση, δεν είναι οδύνη μέχρι την επόμενη φωτιά που θα ανάψει μέσα
σου;
Γιατί,
αλήθεια, η έμπνευση κάθεται μόνιμα πάνω σε νεφέλες; Μήπως από έλλειψη εμπειρίας
γράφουμε, ή γράφουμε για να αποκτήσουμε εμπειρία;
Γιατί
πολεμάμε με τη γραφή, όταν τόσοι πόλεμοι απέδειξαν το ανώφελο της χρείας του πολέμου.
Δεν θα μπορούσαμε, από το να γράφουμε ό,τι σκεφτόμαστε, να είχαμε ένα ακροατήριο
να τα πούμε; Μήπως μας λείπει ο διάλογος και η συζήτηση;
Αν
οι λογοτεχνικοί κύκλοι, οι μαθητές και οι δάσκαλοι δημιουργικής γραφής, απεκδύονταν
τους ρόλους τους και φορούσαν έναν διάφανο μανδύα στα γυμνά τους σώματα, θα καταργούσαμε
την ενασχόλησή μας με το αυτονόητο;
Ποια
άβυσσο βλέπουμε γράφοντας, αν δεν είναι το κενό επικοινωνίας που ολοένα απλώνει,
είτε σε (δια)προσωπικό επίπεδο ή μέσα σε συλλογικότητες; Γιατί να παράξουμε ένα
ακόμη βιβλίο, όταν γνωρίζουμε ότι αυτό θα παραγκωνιστεί από τις αυτοκρατορικές κάστες
επίλεκτων «καταξιωμένων συγγραφέων», αυτών που κολυμπώντας στα ήσυχα νερά της διανόησης,
ανάμεσα σε κανάλια και διαύλους εκδοτικούς –φέροντες τίτλους και επικεφαλίδες, αναρτήσεις
και likes–επιφανείς κριτικοί λογοτεχνίας και ποίησης προτρέπουν το αναγνωστικό τους
κοινό. Αυτό είναι το τίμημα της μαζικότητας της έκφρασης, η ταξινόμηση και βιβλιοκάθαρση,
ο αποθησαυρισμός με στοίβες αδιάβαστων και ανέγγιχτων σελίδων και οι εκλάμψεις ή
αναθυμιάσεις ανατυπωμένων αειθαλών πατέρων της λογοτεχνίας.
Γράφουμε
για να διώξουμε τον αποικιοκράτη. Ναι! Αυτόν που έχει αποικιοποιήσει τα νούμερα,
τους λογάριθμους, τους κλειδάριθμους, τα password, καθόρισε την ίδια την καθημερινή
μας ζωή. Παρότι η οθόνη είναι ο κρυφός μας σύντροφος, ο Λόγος κρυφακούει, παραφυλάει
τους
εχθρούς
του, στήνει ενέδρες, ξέρει πως θα νικήσει χωρίς βία.
Όχι,
το κράτος των Avatar δεν έχει τόση δύναμη για να μας υποτάξει, παρά μόνο αν παραδοθούμε.
Γιατί γράφουμε. Αν όχι γιατί αποζητάμε μια φανερή και λαμπερή ανάλυση του εαυτού
μας, μήπως δούμε πάλι το χαμόγελο εκείνου του μικρού παιδιού που περιμένει στη γωνία
μέσα μας (με το ξηλωμένο πουλόβερ).
Γιατί
γράφουμε, αν όχι για την αναγνώριση του καμουφλαρισμένου εχθρού, έτσι που μάζεψε
όλα τα «σκοτεινά» και ακάθαρτα σημάδια πάνω του και ντρεπόμαστε γι’ αυτά ή κρύβουμε
την ασχημοσύνη τους να μην φανερωθούμε, γιατί δεν κάναμε ποτέ μας σοβαρή
ψυχανάλυση·
δεν αποδεχτήκαμε ποτέ τον άσπονδο φίλο Εαυτό μας.
Η
προσωπική ανάγκη της γραφής θα παραμένει αναγκαιότητα όσο οι μάχες με τους εαυτούς
και ο φόβος για το ανεξήγητο μεγαλώνει. Κι όσο θα εξουθενώνεται μεγαλώνοντας από
τους συνεχείς βομβαρδισμούς του εξωτερικού Εχθρού, της κοινωνίας που του επιβάλλεται,
των επικυριαρχικών δικαιωμάτων και της επίδειξης δύναμης κάθε οικονομικού παράγοντα
(κράτος, οργανισμοί, εμπόριο, επιστήμη κ.α.) αυτός θα θέλει να μαθαίνει για να πλέξει
ένα δικό του, μοναχικό όπως όλα, σύμπαν.
Το
ζήτημα ίσως να μην βρίσκεται στη διαπίστωση ότι «έχουν γίνει πολλοί οι συγγραφείς»,
αλλά στην υπόθεση να φανταστούμε έναν κόσμο «χωρίς συγγραφείς».
Φωτογραφία | Περιοδικό Μελίτροπον
Ίσως
ο λόγος στο χαρτί να παραμένει ο έσχατος θεματοφύλακας της διεκδίκησης του ανθρωποειδούς
για επικοινωνία, για μάθηση και για τις απαντήσεις στα
αιώνια
ζητήματα, στην αποκήρυξη της απελπισίας…
Όταν
κάθε δικαίωμα στην αποτύπωση γνώμης, άποψης, φαντασίας και οράματος θα αποδυναμώνεται,
παραδομένη στην αλλότρια εντολή μιας ΑΙ δεν υπάρχει ανάγκη συλλογισμού.
Μήπως
το βιβλίο είναι ο αθόρυβος και ειρηνικός σύμμαχος της διανοητικής μας σκέψης, όταν
θα έπρεπε να αποτελεί πρόσκομμα στην καταστολή του εγκλήματος, στην οικονομική ανισότητα
και την εξυπηρέτηση μικροσυμφερόντων;
Μήπως
το βιβλίο παραγκωνίζεται όταν άλλες πηγές ευχαρίστησης και απόλαυσης (γήπεδο, σερφάρισμα,
ψηφιακή δικτύωση, casino) βρίσκονται ευκολότερα, αφού
δεν
απαιτούν καμία ιδιαίτερη κρίση και κανέναν (αυτο)σκοπό, μόνο και μόνο για προσωρινό
εφησυχασμό;
Ό,τι
γράφεται δεν σημαίνει ότι διαβά- ζεται. Όταν όμως συστηματικά μειώνεται ο διαθέσιμος
χρόνος σχόλης, ο πιο δημιουργικός χρόνος της ζωής μας, σε αυτόν που θα μπορούσαμε
και να διαβάζουμε περισσότερο ή να ονειρευόμαστε απλά, αντί να συγκρίνουμε τις τιμές
για την τελευταία αγορά μας σε κάποιο e-shop, τότε πρέπει να συνεχίζουμε να γράφουμε.
Έτσι, ως μορφή αντίστασης.
Δημοσίευση σχολίου