Άργος, η πόλη του χθες σήμερα

 


*Άρθρο της Κατερίνα Γραμματικού

Η πρωινή πληθωρική εικόνα της επαρχίας γεμίζει από θορύβους, κόρνες, εκνευρισμό. Η ασταμάτητη κίνηση στους δρόμους κάνει το κέντρο αδιαπέραστο, ειδικά από άτομα τρίτης ηλικίας ή με αναπηρία.

 

Όλα σε αυτήν την πόλη περιστρέφονται αέναα γύρω από την πλατεία σε φυσική εντροπία. Λες και ο ομφάλιος λώρος να αποζητά να αποκοπεί από την πόλη που τον γέννησε μα αυτή να αντιστέκεται σθεναρά.

 


Το αρχαίο Άργος, η αρχέγονη πόλη των Πελασγών, η πολυδίψια πολιτεία των Αργείων, η ιερή πόλη του Ίναχου, του Περσέα, του Δαναού, ανέκαθεν υπήρξε κέντρο και πέρασμα του οδικού Μυκηναϊκού δικτύου.

 

Το Φορωνικό Άργος φωνάζει από παντού πως νοσταλγεί.  Μέσα από τα ανοικτά αρχαιολογικά του σκάμματα που μοιάζουν πληγές, γύρω από τον εντυπωσιασμό του Σεραπείου, το θέατρο με τα σκαλάκια του σε μεταφέρουν στα μοναστήρια και τους λοφίσκους, τα περίτεχνα αετώματα και αετώματα, τα υπεραιωνόβια νεοκλασικά και τα πέτρινα διώροφα της αστικής τάξης, έτσι όπως συνυπάρχουν στα λαβυρινθώδη στενά των λαϊκών συνοικιών με τις πλίνθινες κατοικίες να έχουν θρέψει μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αυτής της πόλης που ανθίσταται στα γυρίσματα των καιρών.

 

Κάπου στο σώμα της πόλης υπάρχει το ζωντανό κύτταρο για να αναμοχλεύει μνήμες της. Γιατί αυτή η πόλη υποθάλπει υποδόρια τη χαμένη της δόξα, κάποιο απολεσθέν νοσταλγικό κομμάτι Συμφωνικής υπάρχει, και παρότι το έχει επισκιάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, η άναρχη δόμηση και το πλιάτσικο των οικοπέδων, η κυριαρχία της αισθητικής έναντι της τοπιογραφίας της μνήμης, οι άδειες βιτρίνες είναι που σε κάνουν αν αποστρέφεις το βλέμμα’ άλλοτε δε, αναμετριούνται με το συναπάντημα των ανθρώπων που σταματούν μόνο και μόνο για να καθρεπτιστούν σε αυτές.

 

 

 Το εμπορικό Άργος ολισθαίνει. Σημάδι των καιρών άλλωστε. Το κινέζικο ήρθε για να μείνει τελικά, διαπιστώνεις. Αλλά οι πρόσοδοι ενοικίων ήταν ανέκαθεν προσοδοφόρο επάγγελμα. Δεν ξεχώριζε φυλές και ράτσες.

 

 Το αλλοτινό «Κλυνόν άστυ» δεν υπάρχει παρά μόνο στο ιστορικό παρελθόν του. Στα Χάνια και τα οινομαγειρεία του, στις επισκέψεις των χωρικών και των μαστόρων, στα καπηλειά και τα υφαντουργεία του, στον αποχαιρετισμό των Αργείων μεταναστών λόγω ανέχειας. Εκεί, πάνω από τις στάχτες του αναβιώνει το αξέχαστο Καζινό, αν και έπαψε αιφνίδια ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς γύρω από την πλατεία.

 

Το αλσάκι απότισε ως φάνηκε φόρο τιμής στην ωραιοποίηση της πόλης-décor. Η αισθητική υπερβαίνει του φυσικού κάλλους και προς χάριν του εντυπωσιασμού, όταν μάλιστα αυτόν προκαλεί κάτι το «μεγαλειώδες», το ορατό παλινδρομεί στο αόρατο.

 

 Σήμερα, παρατηρώντας την αισθητική του ανισόπεδου κεντρικού σημείου της πόλης, η γέφυρα πάνω από το τεχνητό κανάλι που αντικατέστησε το πάρκο, την κάνει να μοιάζει με μεθόριο, να ξεπηδούν διαφορετικά μέτωπα, όπως παλιά οι μαχαλάδες. Το νερό που διατρέχει την παλιά πλατεία, αναγεννά σαν μήτρα και ταυτόχρονα σε γεμίζει προσδοκίες και ματαιώσεις. Ίσως παρατηρώντας το, μένεις με την απορία για το που αλήθεια πηγαίνει η ζωή, πιο πέρα από τον θάνατο.


 


Τα δειλινά, η πόλη ντύνεται με ασημένια χλαίνη, φορά εορταστικούς μανδύες. Το φως κεντά σπινθηρίσματα στα παράθυρα, αντανακλάσεις αναπαριστούν χαμένους ήρωες από ιστορίες.

 

Τα café, bar, restaurant, κλπ. ανακατέλαβαν τις θέσεις μάχης στο μέτωπο της διασκέδασης. Ένα καινούργιο τοπόσημο ψυχαγωγίας αναδημιουργήθηκε.

 

Αφήνοντας το κέντρο περνάω στους παράδρομους, μέσα από τα «στενά» οδηγούμαι στην αθέατη πλευρά της πόλης. Το ένδοξο Άργος (Κλεινόν άστυ) με περιμένει και πάλι.

 Προσπαθώντας να βρω την αρχή του νήματος κάποιας πρωτόλειας μορφής σύστασης και μορφή οργάνωσης αυτού του κοινωνικού συνόλου, έτσι όπως ορίζεται η έννοια «Πόλις» (Polis-City), ξεκινώ από την αρχαία αγορά, την οδό Θεάτρου. Βηματίζοντας αργά ψάχνω την πόλη μέσα στην πόλη.

 

Συμβαίνει κι αλλού να ξεπροβάλλουν σαν μπάμπουσκες, φλοίδες πόλεις από μία. Πιάνω το νήμα, θέλω να φτάσω κάπου, χωρίς προορισμό (FLÂNERIE), να δω αν κάπου τελειώνει. Τρυπώνω στα δρομάκια, εκεί που η υγρασία θριαμβεύει. Μυρωδιά προδίδουν πεπαλαιωμένα υλικά, υγρασία, η σθεναρή αντίσταση που προβάλει η πλίθρα στο μεγάλο της εχθρό, το νερό.

 

Νοτισμένα κεραμίδια αποπνέουν υδρατμούς χθεσινής βροχής. Βρύα σχηματίζουν νησίδες σε χάρτη. Απώλεια δηλώνει η πεσμένη γλάστρα.

 

Άφαντες κληματαριές αποζητούν δικούς ανθρώπους να σκιάσουν. Ό,τι απόμεινε από το παλιό, ό,τι αντικαταστάθηκε από κάποιο μοντέρνο αρχιτεκτόνημα, ίσως να είναι χαραγμένο σε ετούτα τα ταπεινά εναπομείναντα, τα εγκαταλελειμμένα σπιτικά….

Οι σκιές των κατακόρυφων κτιρίων γίνονται προσκήνιο γιγάντων που εξιστορούν νάνοι πρωταγωνιστές στο έργο: χαμόσπιτα με κεραμίδια, τα πρωτόλεια δομικά υλικά.

Σπίτια του χθες, αναγκαστικά φιλιωμένα με σύγχρονες κατοικίες, τελαρώνουν το κάδρο με θέμα: «συστάδες από ηλιοτρόπια». Μια κατακλυσμιαία βροχή, σκέφτεσαι και μπορεί όλα τα συντρίψει.

 

Πάντα κάπου υπάρχει η Νοσταλγία

 

Ύστερα είναι κι εκείνο το τρίξιμο της αυθάδικης πόρτας που εγείρει οπτασίες΄ φέρνει πίσω από την αιώνια ζωή τον παππού και την γιαγιά, τους βάζει να καθίσουν μαζί ξανά.

Τους αντικρίζεις να σε κοιτούν, σε ξεπροβοδίζουν από το σπίτι τους κι ας σου ανήκει. Από σένα βγαίνουν υποσχέσεις ότι θα ξαναπεράσεις. Θριαμβολογεί η νοσταλγία πίσω από τις σκουριασμένες, τις βαμμένες ξανά και ξανά καγκελόπορτες.

 

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη