Η Μπεττίνα
(Bettina) (1805-1835), κόρη του Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινιύ
(Friedrich Carl von Savigny, 1779-1861), καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του
Βερολίνου και ιδρυτή της περίφημης «Ιστορικής Σχολής του Δικαίου»,
παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σχινά (1801-1857) ο
οποίος κατείχε διάφορα υψηλά αξιώματα στην κυβέρνηση της Αντιβασιλείας και το
1837 έγινε, ο πρώτος πρύτανης του νεοϊδρυθέντος Πανεπιστημίου των Αθηνών.
Παντρεύτηκαν στην Αγκώνα στις 9 Οκτωβρίου του 1834, στο σπίτι του Έλληνα
προξένου Ντουρούτι και αναχώρησαν αμέσως για το Ναύπλιο.
![]() |
Bettina Savigny 1805-1835 |
Τότε αρχίζει μια εκτενής
αλληλογραφία της Μπεττίνα με τους γονείς της στο Βερολίνο. Η Μπεττίνα έζησε με
το σύζυγο της πέντε μήνες στο Ναύπλιο, από την αρχή του
Νοεμβρίου του 1834 μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 1835. Μετά, το ζεύγος Σχινά
μετακόμισε στην Αθήνα που είχε ορισθεί πρωτεύουσα της Ελλάδας ήδη από το τέλος
του 1833.
Από την αλληλογραφία αυτή
παραθέτουμε ένα απόσπασμα που αφορά στις απόκριες και την Καθαρά
Δευτέρα στο Ναύπλιο του 1835:
« 28
Φεβρουαρίου: [….. ] Εδώ και μια εβδομάδα, ειδικά εδώ και τρεις μέρες, όλη η
πόλη γέμισε με τους πιο παράξενους μασκαράδες, από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Γαμήλιες πομπές με μουσική που προηγείται. Ομάδες που χορεύουν παραδοσιακούς
χορούς πολύ χαριτωμένα. Κοπάδια αγελάδων με καμπάνες και ο βοσκός με ένα κόρνο,
όπως έχουν σε μας οι νυχτοφύλακες κτλ. Πολλοί ιππότες, ντυμένοι με χάρτινα
κουστούμια σαν να ήταν από τη δική μας χάρτινη κωμωδία. Η γενική ατμόσφαιρα
είναι πολύ αθώα, η κύρια διασκέδαση είναι να πάνε πέρα δώθε σαν μασκαράδες
χωρίς να μιλούν σχεδόν καθόλου.
Οι
μασκαράδες μπαίνουν μέσα στα σπίτια. Ήδη την προηγούμενη μέρα μια ομάδα
μασκαράδων μας ζήτησε με ένα μυστηριώδη μπιλιέτο να τους επιτρέψουμε να μας
επισκεφτούν. Στις οκτώ και μισή ανοίγει η πόρτα, μπαίνει μια σπείρα ληστών,
συνεννοούνται μεταξύ τους και μας δηλώνουν, ότι περιμένουν έναν περιηγητή, μετά
κρύβονται. Πράγματι έρχεται ένας ταξιδιώτης με βαριές αποσκευές, κάθεται, τρώει
με την ησυχία του. Τον τουφεκίζουν, δοκιμάζουν αν είναι πραγματικά νεκρός
(σκηνή την οποία έπαιξαν πολύ ωραία) και τον πηγαίνουν έξω. Μετά τρώνε και
πίνουν οι ληστές, τα χρήματα τα είχαν βάλει στην άκρη. Το θύμα της ληστείας που
είχε μόνο προσποιηθεί πως είχε πεθάνει, κλέβει τώρα τα δικά του λεφτά,
τουφεκίζει τον αρχηγό των ληστών, οι άλλοι φεύγουν και αυτός πηγαίνει το νεκρό
έξω, μαζεύει τα πράγματά του, μας χαιρετάει και μας αφήνει ένα αινιγματικό
μπιλιέτο και εμείς δεν ανακαλύψαμε ακόμη ποιος ήταν.»
Η Καθαρά Δευτέρα έπεσε, το
1835, στις 2 Μαρτίου. Η Μπεττίνα γράφει στο
ημερολόγιό της:
«Σήμερα
είμαι σχεδόν καλά. Ο Σχινάς, μετά
από τον περίπατό μας, ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι λόγω της αδυναμίας και των πόνων
του, κοιμάται ακόμη, σε λίγο θα είναι έξι η ώρα. Σήμερα αρχίζει η αυστηρή
νηστεία, δηλαδή μέχρι το Πάσχα για αυτούς που την τηρούν αυστηρά, για όλους
όμως απαγορεύεται τουλάχιστον για την πρώτη και τις τελευταίες δυο εβδομάδες το
κρέας, το ψάρι, το βούτυρο, το αυγό, το λάδι και το τυρί.[1] Το
κρασί πάντως επιτρέπεται και έτσι γίνεται σήμερα η μεγάλη εορτή για την αρχή
της νηστείας. Όλο το Ναύπλιο πέρασε την πανέμορφη μέρα στη βραχώδη πλαγιά
του Παλαμηδιού προς
τη θάλασσα (που τη λένε σήμερα την Αρβανιτιά). Αμέτρητες
ομάδες κάθονταν διασκορπισμένες, τρώγανε πορτοκάλια και διάφορα ζυμαρικά που
δεν περιείχαν κανένα είδος λίπους και ήταν πολύ νόστιμα. Τρώγανε αχινούς και
πίνανε τεράστιες ποσότητες, τραγούδαγαν και αλάλαζαν. Εδώ δεν συμβαίνει τίποτε
αναξιοπρεπές, όπως στο καρναβάλι στη μεγάλη αρματοδρομία στη Ρώμη. Έτσι ήταν
όλες τις ημέρες.»
Πηγή Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Δημοσίευση σχολίου